-
1 ῥαφή
ῥᾰφ-ή, ἡ,2 suture of the skull,κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφήν Hdt.9.83
, cf. Hp.VC1 (pl.), Pl.Ti. 76a, Arist.HA 491b2, 516a15; also of the heart and other parts, Id.PA 667a7, 677b19;ῥαφαὶ ὀστέων E.Ph. 1159
, Supp. 503.II stitching, sewing,τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις Pl.Plt. 280c
; αἱ ῥ. τοῦ τραύματος, of a wound that had been sewn up, D.C.43.11.
См. также в других словарях:
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek